Παρασκευή 23 Ιανουαρίου 2015

Συνέντευξη στον Αδόλφο Χίτλερ



Επειδή πολλά είναι τα ερωτήματα που θέλουν απάντηση στον κόσμο που ζούμε και πιο συγκεκριμένα στη χώρα μας, την «φτωχή» Ελλάδα μας, αποφασίσαμε να βρεθούμε με έναν άνθρωπο που καθήλωσε την ιστορία με τον πολεμοχαρή χαρακτήρα του, τον Αδόλφο Χίτλερ. Οφείλω να ομολογήσω πως δέος και ανατριχίλα διαπερνά ολόκληρό μου το κορμί, από τη στιγμή που πήρα την απόφαση να τον συναντήσω από κοντά. Εκείνον. Το πιο σκληρό, βάρβαρο και αμείλικτο άτομο που γνώρισε ο 20ος αιώνας. Που εξαιτίας του βρήκαν τραγικό θάνατο 50.000.000 αθώοι. Άνδρες, γυναίκες και παιδιά, «έφυγαν» άδοξα από τον «Ναζιστικό χείμαρρο», που χωρίς έλεος, παρέσυρε τους πάντες στο πέρασμα του. Ή μάλλον όχι τους πάντες. Εκείνους που ο Χίτλερ επέλεξε. Εκείνους που θεωρούσε ‘’περιττούς’’ γι’ αυτό τον κόσμο . Εκείνους που κατά τη γνώμη του δεν είχαν δικαίωμα στη ζωή αφού δεν είχαν το πλεονέκτημα να ανήκουν στην αρία φυλή, μία ανώτερη σύμφωνα με τις πεποιθήσεις  του κοινότητα.


Ήμουν επιφυλακτική καθώς δέχτηκε αμέσως να συναντηθούμε, όμως με τους δικούς του όρους. Μου είπε να πάω να τον βρω. Δεν μου αποκάλυψε το μέρος. Άφησε να αιωρείται πως θα μου υποδείξει τα σημάδια που θα με οδηγήσουν σε εκείνον. Σύντομα. Για μέρες ολόκληρες έβλεπα σκηνές πολέμου στον ύπνο μου. Ταραζόμουν πολύ και ξυπνούσα αγχωμένη αφού ένας σάλος επικρατούσε στα ’’όνειρα’’ μου. Μία ανεξήγητη αναστάτωση και ανησυχία. Ώσπου ένα βράδυ ήρθε στον ύπνο μου και μιλήσαμε. Εκεί μου αποκάλυψε μία οδό και όταν ξύπνησα, βρήκα δίπλα μου ένα χάρτη με πολλούς δρόμους και κυκλωμένη μία μαύρη κουκίδα με αυτή την οδό. Σαστισμένη κοιτούσα το ατσαλάκωτο χαρτί με τις πληροφορίες που χρειαζόμουν. Το έπιασα στα χέρια μου και το μύρισα. Αίμα. Αυτή ήταν η πρώτη οσμή που αναγνώρισα. Φοβήθηκα. Για κάποια λεπτά πέρασε από το μυαλό μου η σκέψη να μην πάω ποτέ να τον συναντήσω. Να θάψω αυτή την επιθυμία βαθιά μέσα μου. Όμως μετά από λίγο κάτι μέσα μου είπε όχι. Ένα όχι που με τράνταξε και με αφύπνισε. Όφειλα να πάω. Το όφειλα σε μένα, στους προγόνους μου που έχασαν τη ζωή τους όταν τα Γερμανικά στρατεύματα εισέβαλαν στην Ελλάδα. Σε όλους εκείνους που έχασαν τη ζωή τους. Και τέλος στις τόσες απορίες που είχα από μικρό παιδί, γι’ αυτόν τον πόλεμο. Αυτό το γιατί. Για ένα τεράστιο «εγώ» που άξιζε παραπάνω από 50.000.000 ζωές ;


 Ξεκίνησα να πάω να τον βρω με το κεφάλι ψηλά, όπως αρμόζει σε μία υπερήφανη για την καταγωγή της Ελληνίδα. Χωρίς φόβο και πάθος πια. Η διαδρομή ήταν μεγάλη. Οδηγούσα για ώρες. Δεν ήξερα που θα με βγάλει όμως με κατεύθυνε ο χάρτης. Ξαφνικά ομίχλη συνάντησα μπροστά μου, ομίχλη τόσο πυκνή που φάνταζε καπνός. Όμως δεν φοβήθηκα. Αντιθέτως αισθανόμουν δυνατή. Ένιωθα πως η μεγάλη στιγμή πλησίαζε. Έτσι κι έγινε. Εμφανίστηκε μπροστά μου και με κοίταζε για αρκετά δευτερόλεπτα μέσα στα μάτια. Ατσάλινο και δυναμικό το βλέμμα του. Παράλληλα κάπως εριστικό. Ντυμένος με απλά ρούχα, σχεδόν ρακένδυτος. Γερασμένος με γκρι γένια και ρυτιδιασμένα μάτια. Μαύρα σύννεφα κατέκλυσαν τον ουρανό και τα φύλλα των δέντρων  τρεμόπαιζαν από ένα δυνατό απρόσμενα αέρα. Άκουγα όμως την ανάσα του. Πέρασαν μερικά λεπτά. Έστρεψε το βλέμμα στο έδαφος και μου είπε μία λέξη: «αναρωτιέμαι»! Η φωνή του ακούστηκε σαν ισχυρός βρόντος μέσα στα αυτιά μου αλλά και στη ψυχή μου. Του απάντησα ευθύς αμέσως πως έχουμε κάτι κοινό. Με κοίταξε ξανά μέσα στα μάτια και μου είπε πως θα μου απαντήσει σε όλα εκείνα που εγώ αναρωτιέμαι. Πήγα να γελάσω όμως το κράτησα. Δεν ήξερα γιατί. Έτσι ένιωθα έτσι έπραξα. Με οδήγησε σε ένα δάσος, σε ένα μέρος με μοναδική θέα. Άλαλη παρακολουθούσα τον παράδεισο που φάνταζε με όνειρο μπροστά στα μάτια μου. Ηρεμία και γαλήνη με κατέκλυσε. Ήθελα να χαθώ στο μαγεμένο αυτό μέρος. Να παίξω με την παλέτα των  χρωμάτων που γέμισε ξανά ο ουρανός. Να γίνω ένα με το χάρμα οφθαλμών που ξεδιπλώνονταν μπροστά μου. Έκλεισα τα μάτια και αφέθηκα. Ήταν ένα όνειρο. Ένα όνειρο αληθινό. Σε λίγη ώρα άνοιξα ξανά τα μάτια. Εκείνος είχε χαθεί. Τρόμαξα τότε. Δεν άργησε να έρθει. Με ακούμπησε μαλακά στην πλάτη και μου είπε : «μη φοβάσαι, είμαι εδώ, δεν θα σε αφήσω να πάθεις κακό. Για πρώτη φορά θα δώσω το λόγο μου και θα τον κρατήσω. Σου έφερα ένα χιτώνα να καθίσεις στο έδαφος για να μην λερώσεις τα ρούχα σου». Όμως δεν κρατούσε μονάχα αυτό. Μου πρόσφερε μία κούπα με ζεστό κακάο, το αγαπημένο του ρόφημα. Έφερε και για εκείνον μία κούπα κακάο. Μου είπε πως πάντα το αγαπούσε. Ένα δάκρυ πήγε να κυλίσει στις άκρες τον ματιών του όμως το συγκράτησε. Δεν τον λυπήθηκα. Του είπα πως δεν ήμουν εκεί για να τον κρίνω, αυτό άλλωστε το έκανε η ιστορία. Τον ρώτησα πως περνάει την ημέρα του. «Όλοι με φαντάζονται να καίγομαι στα καζάνια της κόλασης, έτσι δεν είναι; Αλλά στην πραγματικότητα δεν είναι έτσι. Εδώ υπάρχει ισότητα. Καμία διάκριση, καμία ανώτερη φυλή. Αγάπη και σεβασμός.  Όλα τα χρώματα των ανθρώπων σχηματίζονται στην παλέτα που βλέπεις τριγύρω. Δεν υπάρχει βία, ρατσισμός και θάνατος. Σκηνές φρίκης και αποτροπιασμού  δεν υφίστανται σε αυτό το μέρος, δεν υπάρχουν πουθενά. Τελικά μήπως αυτή η ηρεμία είναι η κόλαση για εμένα μικρή μου; Όμως εμένα κανείς δε με βλέπει, κανείς δε με ακούει και κυρίως κανείς δε με θυμάται. Ούτε καν τα εκατομμύρια των ανθρώπων που αφάνισα με τον πιο βασανιστικό τρόπο. Κανείς.  Ήταν μέρος του σχεδίου.  Άλλωστε για την κόλαση μέσα στον παράδεισο μίλησε ο Σίγκμουντ Φρόυντ στο Θεό. Έτσι θέλησε να με εκδικηθεί αυτός ο Εβραίος».
Πέρασαν κάποια λεπτά που μείναμε αμίλητοι. Καθόταν σκεφτικός. Τον ρώτησα τι έχει να θυμάται από τα παιδικά του χρόνια. Γέλασε : « Αυτό που έχω να θυμάμαι από τα παιδικά μου χρόνια είναι οι καθημερινές διαμάχες με τον αυστηρό πατέρα μου, Αλοΐσιο. Ήθελε να ακολουθήσω το δικό του επάγγελμα, να εργαστώ ως τελωνειακός υπάλληλος αφού δεν είχα έφεση στα μαθήματα. Οι βαθμοί μου δεν ήταν ποτέ ικανοποιητικοί και έτσι οι εντάσεις αυξάνονταν ολοένα και περισσότερο μέσα στο σπίτι. Αλλά δεν με ένοιαζε. Μετά το θάνατο του πατέρα μου ήθελα να σπουδάσω στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Βιέννης, αφού πίστευα στις καλλιτεχνικές μου φύσεις. Η Ακαδημία απέρριψε δύο φορές την αίτησή του λόγω έλλειψης ταλέντου.  Όταν αργότερα ανήλθα στην εξουσία, εκδικήθηκα τους καθηγητές που με είχαν απορρίψει». Τον κοίταξα βαθιά μέσα στα μάτια. Ήθελα να ορμίσω επάνω του και να τον κατασπαράξω σαν αγρίμι. Όμως αυτό δεν είχε νόημα και έτσι επέλεξα να συνεχίσω τις ερωτήσεις μου. Ερωτήσεις πολλές ,τόσες πολλές μέσα στο κεφάλι μου. Κι εκείνος τόσο αφοπλιστικός, λες και το έκανε επίτηδες για να νιώσω αμηχανία. Έτσι σκέφτηκα πως δεν θα του κάνω τη χάρη και βρήκα ξανά τη χαμένη μου αυτοπεποίθηση. Συνέχισα λοιπόν. Με αφορμή τις επερχόμενες εκλογές, τον ρώτησα αν η άνοδος του ναζισμού στην Ελλάδα είναι μία δικαίωση για εκείνον. «Αισθάνομαι την ανάγκη να πω ένα ευχαριστώ σε αυτούς τους 400.000 Έλληνες που με την ψήφο τους επικρότησαν το Ναζισμό, μετά τις σφαγές ακόμη και μικρών παιδιών, τις ομαδικές εκτελέσεις αμάχων και φυσικά την τεράστια οικονομική καταστροφή που επέφερα στη χώρα σας. Αλλά πόλεμος ήταν, τι επιλογές είχα; Έχουν πέσει στην αντίληψη μου κάποια κόμματα που με γλύφουν στα εξώφυλλά τους και αντιγράφουν τα πιστεύω μου. Την ημέρα που γιορτάζετε τη νίκη των συμμαχικών σας δυνάμεων ενάντια στο Ναζισμό εκείνα δηλώνουν πως δεν γιορτάζουν τίποτα, αλλά όταν πλησιάζουν οι εκλογές το παίζουν πατριώτες. Κάνουν πως δεν με ξέρουν».


Είπα ξανά να κάνουμε ένα διάλειμμα στη συζήτηση μας, και ήπια μία γουλιά από το κακάο που μου προσέφερε νωρίτερα. Εκείνος, με κοίταζε με ένα βλέμμα ικανοποίησης αλλά παράλληλα λες και με περιεργαζόταν. Ξαφνικά μου γέλασε λέγοντάς μου να προχωρήσω στην ερώτηση μου, αφού το έβλεπε πόσο πολύ το ήθελα. Έτσι ξεκίνησα και πάλι. «Πιστεύετε πως ο κόσμος γνωρίζει τα πιστεύω εκείνων που ψηφίζει», τον ρώτησα και οφείλω να ομολογήσω πως η απάντηση με ξάφνιασε. «Αν θέλει μπορεί να τα μάθει. Ό, τι συμβαίνει στην πολιτική, συμβαίνει πάντα με τη συναίνεση του κόσμου. Αυτό που έχω συνειδητοποιήσει είναι πως ο άνθρωπος νιώθει μια αποστροφή για την αλήθεια, όταν αυτή δεν τον βολεύει. Του αρέσουν τα καλοφτιαγμένα ψέματα γι’ αυτό και οι πολιτικοί λένε πολλά και μεγάλα, γιατί με τα μικρά δεν πείθεστε. Πως αλλιώς εξηγείται ότι έχουν τη δυνατότητα να σας κάνουν ό ,τι θέλουν; Και στο παραμικρό που θα σας τάξουν κάθε ιδανικό και αξία εξαφανίζεται. Έτσι τα κατάφερα εγώ, έτσι λοιπόν θα τα καταφέρουν και οι υπόλοιποι. Χωρίς καμία δυσκολία».   


 «Βλέπω εδώ στο πρόγραμμα ευγονικής της Ναζιστικής Γερμανίας, ότι στον κόσμο δεν έχουν χώρο οι Εβραίοι, οι αθίγγανοι, οι ομοφυλόφιλοι, πως οι Σλάβοι, οι Ρώσοι και οι Πολωνοί είναι υπάνθρωποι και πως στα πλαίσια προγράμματος ευθανασίας 200.000 Γερμανοί που έπασχαν από γενετικές παθήσεις θανατώθηκαν ή υπέστησαν στείρωση. Αν η αγαπημένη σας Εύα Μπράουν έμενε ανάπηρη πως θα τα χειριζόσασταν», συνέχισα. Βουτήχτηκε στις σκέψεις του. Τα μάτια του έτρεμαν και οι φλέβες στο λαιμό του άρχισαν να διαστέλλονται. Βούρκωσε. Ξαφνικά έσπασε την ολιγόλεπτη σιωπή και με θάρρος μου είπε: « Όλοι λένε πως είχα πολλά κόμπλεξ κατωτερότητας. Ο εγωκεντρισμός μου έφτανε κόκκινο. Δεν ξέρω αν είμαι σε θέση να μιλήσω αντικειμενικά αυτή τη στιγμή. Δεν ξέρω αν έχω καρδιά έτσι ώστε να έπραττα με αυτή. Θα μπορούσα να μιλήσω εκ του ασφαλούς αλλά δεν θα το κάνω. Με πονάει όμως βαθιά μέσα στην ψυχή η σκέψη, πως ίσως έφτανα στο σημείο να σκοτώσω τη γυναίκα της ζωής μου».

«Κάποτε είπατε πως το μέλλον της ανθρωπότητας βρίσκεται στον συνδυασμό της Γερμανικής τεχνολογίας και του Ελληνικού πνεύματος. Που ακριβώς το στηρίζεται αυτό», ήταν η επόμενη ερώτησή μου κι εκείνος χωρίς δεύτερη σκέψη αποκρίθηκε : « Θα σας απαντήσω με ένα μικρό απόσπασμα από την ομιλία μου στη Γερμανική Βουλή στις 4/5/1941. Η ιστορική δικαιοσύνη με υποχρεώνει να διαπιστώσω πως από όλους τους αντιπάλους που αντιμετωπίσαμε, ο Έλληνας στρατιώτης πολέμησε με ύψιστο ηρωισμό και αυτοθυσία. Άνθρωποι που κοίταζαν το στρατό μου κατάματα, έτοιμοι να δώσουν και την ίδια τους τη ζωή για την πατρίδα. Οι Έλληνες αγωνίστηκαν γενναία και μάλιστα εγώ ο ίδιος απαγόρευσα στον Τύπο να τους δυσφημήσει, απειλώντας τους ότι θα δεχτούς σοβαρές κυρώσεις από μέρους μου». Ένα ρίγος συγκίνησης και περηφάνιας με κατέκλυσε. Δεν περίμενα ποτέ πως το τεράστιο ‘’εγώ’’ του, θα τον άφηνε να μιλήσει έτσι για αντιπάλους. Μου είπε πως έφτασε η ώρα να φύγει αλλά κι εγώ από την πλευρά μου δεν ήθελα να τον κουράσω άλλο. Η μέχρι στιγμής συζήτησή μας με είχε καλύψει απόλυτα, όμως ακόμη και μετά τα καλά λόγια που είπε για τη πατρίδα μου, δεν με έκανε να νιώσω έλεος για εκείνον. Ούτε και να ξεχάσω. Υπήρξε ένας δολοφόνος. Και με τη μοναξιά του σε αυτό το γαλήνιο μέρος όπου όλοι περνούν ονειρεμένα αλλά κανένας δεν τον αντιλαμβάνεται γύρω του το πληρώνει. Ήπια και την τελευταία γουλιά από το κακάο μου.


 Ένιωσα ξανά το βλέμμα του πάνω μου, όμως ούτε για μία στιγμή δεν ένιωσα πως είχε την πρόθεση να μου προκαλέσει κακό, ήταν ανούσιο άλλωστε να το νομίσω ή να το θέλει. Μου είπε πως ακόμα και τώρα που η Ελλάδα αντιμετωπίζει τόσα δεινά, να μην το βάλω κάτω αλλά ούτε ποτέ να νιώσω ντροπή για αυτό τον τόπο. Του υποσχέθηκα πως αυτό θα κάνω. Γέλασε και με έπιασε από το μπράτσο οδηγώντας με προς το αυτοκίνητό μου. Σταμάτησε μπροστά μου και μου ζήτησε συγνώμη. Όταν τον ρώτησα το λόγο αυτής της συγνώμης, το μόνο που είπε είναι πως την απάντηση την γνωρίζω. Και εγώ αλλά και όλη η γη. Μου είπε επίσης πως ήταν απόλυτα ειλικρινής όσο κι αν με θύμωσε κάποια στιγμή με τα λόγια του και αν θέλω τώρα μπορώ να τον ξεχάσω. Εκείνον. Τη μορφή. Αλλά όχι τα λόγια του. Γέλασε ξανά με ένα βλέμμα ικανοποίησης και ανακούφισης. Εγώ όμως και πάλι δεν κατάφερα να γελάσω, έστω να του χαρίσω ένα ψυχρό και ψεύτικο χαμόγελο. Δεν του χρωστούσα τίποτα. Έτσι μπήκα στο αυτοκίνητο μου και με μία χειραψία τον χαιρέτησα. Έβαλα μπροστά να φύγω. Εκείνος βάδιζε αργά για το δρόμο του γυρισμού. Σιγά- σιγά τα βήματα του γινόντουσαν όλο και πιο γρήγορα και η μορφή του χάνονταν και πάλι στο σκοτάδι που σκέπασε ξανά τον ουρανό. Ήταν εκείνος. Ο άνθρωπος που υποστήριξε πως η ειρήνη θα έρθει στον πλανήτη, μονάχα όταν ο τελευταίος άνθρωπος σκοτώσει τον προ τελευταίο. Ο Αδόλφος Χίτλερ.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου